- πανεπίφρονα
- πανεπίφρωνall-remarkingneut nom/voc/acc plπανεπίφρωνall-remarkingmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανεπίφρων — ον, Α 1. αυτός που παρατηρεί, που προσέχει τα πάντα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πανεπίφρονα δόλια, πονηρά τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπίφρων «συνετός, φρόνιμος»] … Dictionary of Greek